Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μποναμάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποναμάς ο [bonamás] & μπουναμάς ο [bunamás] Ο1 : 1. το δώρο: Πρωτοχρονιάτικος ~. 2. (μτφ.) για κτ., ιδίως γραπτή ειδοποίηση, που επιβάλλει σε κπ. την υποχρέωση να πληρώσει: Tου ήρθε ένας ~ από την εφορία.

[βεν. bonama(n) `φιλοδώρημα για ανταμοιβή υπηρεσίας, χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο΄ -ς· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες