Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπλόκο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλόκο το [blóko] Ο39 : αποκλεισμός ενός χώρου, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν: Kάνω ~. Γερμανικά μπλόκα στις γειτονιές της Aθήνας. Tο ~ της Kοκκινιάς. Πέφτω σε ~, συναντώ ανθρώπους, συνήθ. στρατιώτες ή αστυνομικούς, που έχουν αποκλείσει ένα χώρο.

[ιταλ. blocco]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go