Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπλουμ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλουμ [blúm] (άκλ.) : (οικ.) ηχομιμητική λέξη για το θόρυβο που προκαλεί ένα στερεό σώμα, όταν πέφτει μέσα σε υγρό: Kάνω ~, πέφτω μέσα σε υγρό, ιδίως νερό. || (ως επίθ., για φαγητό που έχει πολύ ζουμί): Πατάτες / μακαρόνια ~.

[ηχομιμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go