Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλαβίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλαβίζω [blavízo] Ρ2.1α μππ. μπλαβισμένος : γίνομαι μπλάβος: Mπλάβισε από το κρύο. || κάνω κτ. μπλάβο.

[μπλάβ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες