Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλάβος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μπλάβος, επίθ.· πλάβος.
— Βλ. και βένετος.
  • Βαθυγάλαζος, σκούρος μπλε:
    • πτερά … μπλάβα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1323 χφ κριτ. υπ.
    • λούλουδο … μπλάβο (Ερωτόκρ. Δ́ 1894).

[<παλαιότ. βεν. blavo. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλάβος -α -ο [blávos] Ε4 : που έχει σκούρο μπλε ή μελανί χρώμα: Mπλά βα σύννεφα. Xέρια μπλάβα από το κρύο, μελανιασμένα. || (ως ουσ.) το μπλάβο, το μπλάβο χρώμα.

[παλ. ιταλ. blavo ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες