Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπιζ
12 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζ 1 το [bíz] Ο (άκλ.) : ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο κάποιος χωρίς να βλέπει πρέπει να μαντέψει ποιος από τους άλλους τον χτύπησε, καθώς και το σχετικό επιφώνημα.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζ 2 το : 1. ως επιφώνημα που χρησιμοποιείται από θεατές και ακροατές όταν μπιζάρουν. 2. η ενέργεια του μπιζάρω.

[λόγ. < γαλλ. bis (λατ. bis `δύο φορές΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζάρισμα το [bizárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπιζάρω.

[μπιζαρισ- (μπιζάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζάρω [bizáro] Ρ6α : (για θεατή σε θέαμα και ιδ. ακροατή σε συναυλία) ζητώ με φωνές, χειροκροτήματα κτλ. από τον καλλιτέχνη να επανεμφανιστεί στη σκηνή, συνήθ. για να ερμηνεύσει κτ. εκτός προγράμματος.

[μπιζ 2 -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζέλι το [bizéli] Ο44 : γενική ονομασία σειράς ψυχανθών καθώς και ο καρπός τους, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος· (πρβ. αρακάς).

[ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιζελιά η [bizelá] Ο24 : ποώδες φυτό που καρπός του είναι το μπιζέλι.

[μπιζέλ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπίζνα η [bízna] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκ.) μπίζνες: Είσαι μέσα για καμιά ~;

[< μπίζνες που θεωρήθηκε πληθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπίζνες οι [bíznes] Ο (άκλ.) : (προφ.) επιχειρηματικές εργασίες ιδίως εμπορικές ή μεσιτικές: Aσχολείται με ~.

[αγγλ. business (εν.) πληθ. κατά το δουλειές]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπίζνεσμαν ο [bíznesman] θηλ. μπιζνεσγούμαν [bíznesγúman] Ο (άκλ.) : (προφ.) αυτός που ασχολείται με μπίζνες· επιχειρηματίας.

[λόγ. < αγγλ. businessman, businesswoman]

[Λεξικό Κριαρά]
μπιζονιάρει, απρόσ.· μπεζονιάρει.
  • Χρειάζεται, είναι ανάγκη:
    • εμπεζονιάριζε τον ορισμόν να ποίσουν (Βίος Δημ. Μοσχ. 186).

[<ιταλ. bisognare. Η λ. στο Somav., όπου και προσωπ. ‑ω]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go