Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπιέλα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιέλα η [bjéla] Ο25 : εξάρτημα μηχανής, συνήθ. κυλινδρικό, με το οποίο μεταβιβάζεται η κίνηση από ένα τμήμα της μηχανής σε άλλο: Mία ~ μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση του εμβόλου σε κυκλική και τη μεταβιβάζει στο στρόφαλο. ΦΡ χτυπάω / βαράω ~, κουράζομαι ψυχικά, πνευματικά· εξαντλούμαι.

[ιταλ. biella]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιελάρ [bielár] Ε (άκλ.) : (οικ., ως κτγ., ιδ. για μηχάνημα) που έπαθε τέτοια βλάβη, ώστε να μην είναι δυνατό να επισκευαστεί. ΦΡ βγάζω κπ. ~, τον εξουδετερώνω.

[αγγλ. αρκτικόλ. b(eyond) l(ocal) r(epair) `πέρα από τοπική επισκευή΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go