Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπερμπάντης ο [berbándis] Ο11 : (οικ.) αυτός που του αρέσουν οι γυναί κες, που συνεχώς επιδιώκει να δημιουργεί μαζί τους ερωτικές σχέσεις, ο γυναικάς.
μπερμπαντάκος ο YΠΟKΟΡ. [ιταλ. birbant(e) `απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)· μπερμπάντ(ης) -άκος]



