Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπερμπάντης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπερμπάντης ο [berbándis] Ο11 : (οικ.) αυτός που του αρέσουν οι γυναί κες, που συνεχώς επιδιώκει να δημιουργεί μαζί τους ερωτικές σχέσεις, ο γυναικάς. μπερμπαντάκος ο YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. birbant(e) `απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερίμπερμπάντ(ης) -άκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go