Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπερέττα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μπερέττα η· περέττα.
  • Κάλυμμα του κεφαλιού, σκούφος:
    • με την μπερέττα μάς μιλείς στην κεφαλήν απάνω; (Κατζ. Δ́ 200
    • (σε φρ. για ένδειξη μεγάλης πείνας):
      • από την πείνα μου … να τρώγω τσι μπερέττες (αυτ. Γ́ 154).

[<ιταλ. beretta. Η λ. και ο τ. σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 59)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go