Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπεμπές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεμπές ο [bebés] Ο13 : (οικ.) μπέμπης. (έκφρ.) υπερφυσικός ~, για νέο άνθρωπο, συνήθ. ευτραφή, που η εμφάνιση και η συμπεριφορά του θυμίζουν μωρό.

[λόγ. < γαλλ. bébé ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go