Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπατανόβουρτσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπατανόβουρτσα η [batanóvurtsa] Ο27 : βούρτσα στερεωμένη στην άκρη μακριού ξύλου, που τη χρησιμοποιούν κυρίως οι ελαιοχρωματιστές: Bάφει το ταβάνι με την ~.

[μπαταν(άς) -ο- + βούρτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go