Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπασταρδεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπασταρδεύω [bastarδévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) νοθεύω ή αλλοιώνω κτ. έτσι ώστε: α. να χάσει το συγκεκριμένο του χαρακτήρα: Mπασταρδεμένη κατάσταση. Mπασταρδεμένη φυλή / εθνότητα, λόγω επιμειξίας. β. να υποβαθμιστεί η ποιότητά του: Tα μπασταρδέψανε και τα εγγλέζικα υφάσματα· δεν είναι πια τόσο καλά όπως πρώτα.

[μπάσταρδ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go