Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπασκίνας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπασκίνας ο [baskínas] Ο3 : (υβρ.) ο αστυνομικός· μπάτσος.

[μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go