Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπασιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπασιά η [basxá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) άνοιγμα από το οποίο μπαίνει κάποιος κάπου· είσοδος.

[μσν. εμπασιά, μπασία < εμπασία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) (προφ. [mb] ) `χώρος εισόδου΄, αρχ. σημ.: `σημείο πατήματος΄ -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
μπασίας, μπασιάς ο,
βλ. πασάς.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go