Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαρούνης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μπαρούνης ο· μπαρούς· παρούνης.
— Βλ. και μπαρόνος.
  • Βαρόνος:
    • εδείπνησεν ο ρήγας με τους παρούνηδες και ούλους τους αφέντες (Μαχ. 8212· Χρον. Μορ. H 3405).

[<προβ. baroun. Ο τ. ‑ούς στο Meursius (λ. ‑ουνία). Τ. ‑ρό‑ στο Somav. (‑ρώ‑, λ. μπαρώνες)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go