Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαρουτοκαπνισμένος -η -ο [barutokapnizménos] Ε3 : 1. που είναι λερωμένος από καπνιά, η οποία προέρχεται από μπαρούτι: Mπαρουτοκαπνισμένο τουφέκι. 2. (μτφ. για πρόσ.) που πήρε μέρος σε πολλές μάχες: ~ πολεμιστής.
[μπαρούτ(ι) -ο- + καπνισμένος μππ. του καπνίζω 1]



