Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαρμπούτα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μπαρμπούτα η· μπαρπούτα.
  • Είδος κλειστής περικεφαλαίας:
    • Έβαλε την μπαρμπούταν του και πιλαλεί τον ίππον (Διγ. Z 3383).

[<ιταλ. barbuta. Ο τ. στο Meursius. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go