Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπανιστήρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπανιστήρι το [banistíri] Ο44 : (οικ.) το να παρακολουθεί κάποιος, συνήθ. απαρατήρητος, πράξεις ή γενικά θέαμα που του προκαλεί σεξουαλικό ενδιαφέρον: Πήγε στη θάλασσα όχι για να κολυμπήσει αλλά για να κάνει ~.

[μπανισ- (μπανίζω) -τήρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go