Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαμπαλής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαμπαλής ο [babalís] Ο8 : (προφ., μειωτ.) για γέρο.

[ίσως αρχ. παμπάλαιον `πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go