Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλωματής ο [balomatís] Ο8 : (παρωχ.) ο τσαγκάρης.
[μσν. *εμπαλωματής (πρβ. μσν. εμπαλωματού) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπαλωματ- (εμπάλωμαν δες στο μπάλωμα) -ής]



