Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαλωματής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλωματής ο [balomatís] Ο8 : (παρωχ.) ο τσαγκάρης.

[μσν. *εμπαλωματής (πρβ. μσν. εμπαλωματού) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπαλωματ- (εμπάλωμαν δες στο μπάλωμα) -ής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go