Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπακί το.
-
- Υπόλοιπο χρέους:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14835).
[<τουρκ. bakı. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Υπόλοιπο χρέους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακιρένιος -α -ο [bakiré
os] Ε4 : χάλκινος: Mπακιρένια κατσαρόλα. [μπακίρ(ι) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακίρι το [bakíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. ο χαλκός. 2. (συνήθ. πληθ.) σκεύη, ιδίως μαγειρικά, κατασκευασμένα από χαλκό.
[τουρκ. bakιr -ι]



