Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπακάλικο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακάλικο το [bakáliko] Ο41 : το κατάστημα του μπακάλη· παντοπωλείο: Δεν ψωνίζει από το ~ της γειτονιάς αλλά από το σουπερμάρκετ, γιατί είναι φτηνότερο.

[μπακάλ(ης) -ικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακάλικος -η -ο [bakálikos] Ε5 : 1. που ανήκει στον μπακάλη ή στο μπακάλικο: Mαθητικό τετράδιο βρόμικο σαν μπακάλικο τεφτέρι. 2. μπακαλίστικος1.

[μπακάλ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go