Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαγκατέλα η [bagatéla] & μπαχατέλα η [baxatéla] Ο25α : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός για κάθε: α. παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. β. (μειωτ.) για γυναίκα μεγάλης ηλικίας, άχαρη ή δυσκίνητη.
[ιταλ. bagattella· [g > x] ;]



