Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάρμπα
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρμπα- [barba] (άκλ.) : (οικ.) προτακτικό που μπαίνει πριν από αντρι κό όνομα ως προσφώνηση ή αναφορά για πρόσωπο μεγάλης ή συγκριτικά πολύ μεγαλύτερης ηλικίας και ακολουθείται συνήθ. από το ενωτικό (-): Mπαρμπα-Γιώργο, έλα να σου πω κτ. Γιορτάζει ο μπαρμπα-Nικόλας.

[θ. του ουσ. μπάρμπα(ς) ή ιταλ. barba- ως α' συνθ.: BarbaniccolἌ `μπαρμπα-Nικολός΄, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαρμπαγιαννί το.
  • Το πουλί γκιόνης· (εδώ υβριστ.) προκ. για άνθρωπο ανόητο:
    • Τι λέγεις εσύ μπαρμπαγιαννί οπού έπεσες από την φωλίαν; (Μπερτόλδος 28).

[<ιταλ. barba(g)ianni]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαρμπακάνα η· παρπακάνα.
— Βλ. και μπαρμπακάς.
  • Προτείχισμα, προμαχώνας:
    • (Βουστρ. 20616
    • εποίκαν έναν τοίχον ξυλένον … και εβάλαν τον καταπρόσωπα της περδέσκας ως γιον μίαν παρπακάναν (Μαχ. 48610).

[<προβ. barbacana - γαλλ. barbacane]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαρμπακάς ο.
— Βλ. και μπαρμπακάνα.
  • Προτείχισμα, προμαχώνας:
    • πύργον με μπαρμπακά (Πορτολ. Β 7521).

[<βεν. barbacan. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρμπαρέσα η [barbarésa] Ο25α : (ναυτ.) σκοινί ή αλυσίδα των οποίων η μία άκρη είναι στερεωμένη στο κατάστρωμα.

[ίσως < Μπαρμπαρέσ(ος) -α όν. πειρατών από την Μπαρμπαριά (< ιταλ. Barbaresco), επειδή έδεναν τους σκλάβους στο καράβι(;)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαρμπαρέσικος, επίθ.
  • Που αναφέρεται στη Μπαρμπαριά (Β. Αφρική από την Τριπολίτιδα έως το Μαρόκο), που προέρχεται από εκεί· (προκ. για καράβια):
    • μπαρμπαρέσικα κάτεργα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25130
    • (ως ουσ.):
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39710).

[<εθν. Μπαρμπαρέσος + κατάλ. ‑ικος. Τ. ‑ούσικος στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
Μπαρμπαρέσος ο.
  • Κάτοικος της Μπαρμπαριάς:
    • Φόβο πολύν επήρανε εκείν’ οι Μπαρμπαρέσοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39622).

[<ιταλ. Barbaresco. Τ. ‑ούσος στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαρμπαριγιανός, επίθ.
  • Που ανήκει στην οικογένεια των Μπαρμπαρίγων (Κρήτη):
    • άρμα … μπαρμπαριγιανή (Διαθ. 17. αι. 827‑8).

[<οικογ. όν. Μπαρμπαρίγος (βεν. Barbarigo) + κατάλ. ‑ιανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάρμπας ο [bárbas] Ο4 : (λαϊκότρ.) 1. ο θείος. ΦΡ το Θεό μπάρμπα να ΄χεις, (με αρνητική πρόταση) για κτ. που δεν πρόκειται να γίνει: Δε γλιτώνεις, το Θεό μπάρμπα να ΄χεις. έχει μπάρμπα στην Kορώνη, έχει μεγάλα μέσα. ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη*. 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε άντρα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού: Δώσε κι εμένα μπάρμπα, ως διαφήμιση εμπορεύματος από μικροπωλητή. μπαρμπούλης ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. μπάρμπας < παλ. ιταλ., βεν. barba -ς· μπάρμπ(ας) -ούλης]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάρμπας ο· πάρπας· άκλ. μπάρμπα· μπάρπα· πάρπα·
  • Θείος:
    • το μπάρμπα του αγκαλιάστη (Ερωτόκρ. Δ́ 1903).
  • Το άκλ. ‑α σε τοπων.:
    • Μπαρμπα-Νικόλας (Πορτολ. Α 2499).

[<βεν. barba. Τ. ‑ρπας το 14. αι. Η λ. (Βλάχ.) και το άκλ. ‑α με αντρικό όν. σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες