Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάμπουρας ο [báburas] Ο5 : (οικ.) γενική ονομασία για διάφορα σκαθάρια.
[μσν. μπάμπουλας (ηχομιμ.), πρβ. αρχ. βομβυλιός (ηχομιμ., προφ. [bomb] )]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. μπάμπουλας (ηχομιμ.), πρβ. αρχ. βομβυλιός (ηχομιμ., προφ. [bomb] )]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |