Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπάλιος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μπάλιος, επίθ.
  • (Προκ. για άλογο) που έχει άσπρο κούτελο:
    • (Κορων., Μπούας 10).

[<αρομ. bal'iŭ. Κατ' άλλη άποψη <αρχ. επίθ. βαλιός. Η λ. συν. στον τ. ‑ιους σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλίος ο,
βλ. βαΐουλος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go