Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούσκουλο το [múskulo] Ο41 : (λαϊκότρ.) ο μυώνας.
[μσν. *μούσκουλον < λατ. muscul(us) `αρχική σημ.: `ποντίκι΄ -ον ή μέσω του ιταλ. muscolo (με προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- Μούσκουλος ο,
- βλ. Μούσπουλος.



