Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μούσκλι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούσκλι το [múskli] Ο44 (συνήθ. πληθ.) & μούσκλο το [músklo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : το βρύο: Πράσινα χνουδωτά μούσκλια φυτρωμένα πάνω σε βράχους και κορμούς δέντρων.

[μσν. μούσκλιον < λατ. muscus με βάση το υποκορ. *musc(u)lum(;)· μούσκλ(ι) μεταπλ. -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
μουσκλιά η.
  • Μουσμουλιά:
    • (Βαρούχ. 84131).

[<ουσ. μούσκλο (Du Cange, ‑α, Δημ.) <μούσκουλο (Somav., ‑ον) <μούσπουλο (βλ. Μούσπουλος). Τ. μουσκουλιά στο Somav. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go