Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούρλα η [múrla] Ο25α : (προφ.) η ιδιότητα του μουρλού και η σχετική συμπεριφορά: Tον πιάνει η ~ του πού και πού.
[μουρλ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουρλαίνω [murléno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) κάνω κπ. μουρλό· ζουρλαίνω: Mουρλάθηκε από τη χαρά του.
[μουρλ(ός) -αίνω]



