Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μούντζωμα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μούντζωμα το· μούζωμα.
  • Μαυρίλα, μουντζούρα· (εδώ μεταφ. προκ. για ασχήμια):
    • χαλκού, σιδήρου μούζωμα (Απολλών. 478).

[<μουντζώνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. στο Βλάχ. Τ. μούζωμαν σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go