Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μούλα
12 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούλα η [múla] Ο25α : (λογοτ., λαϊκότρ.) θηλυκό μουλάρι.

[ελνστ. μούλα < λατ. mula]

[Λεξικό Κριαρά]
μούλα η.
  • (Θηλυκό) μουλάρι:
    • (Ασσίζ. 623
    • (σε παρομοίωση):
      • σα μούλα μυλωνιστική να σε συχναγωγιάζει (Κατζ. Β́ 406).

[<λατ. mula. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl.) σε σχόλ. (Soph.) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλάρα η [mulára] Ο25α : 1. θηλυκό μουλάρι. 2. (υβρ.) για γυναίκα πολύ πεισματάρα. μουλαρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μουλάρ(ι) μεγεθ. -α· μουλάρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλαράς ο [mularás] Ο1 : (οικ.) ο ημιονηγός.

[μουλάρ(ι) -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλάρι το [mulári] Ο44 θηλ. μουλάρα* : 1. στείρο ζώο που προέρχεται από διασταύρωση φοράδας με γάιδαρο ή γαϊδούρας με άλογο και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο ιδίως σε ορεινές περιοχές· ημίονος: Δουλεύει σαν ~, πολύ σκληρά. 2. (υβρ.) για άνθρωπο πολύ πεισματάρη. μουλαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μουλάρι < μουλάριον υποκορ. του ελνστ. μούλα, μούλη < λατ. mula]

[Λεξικό Κριαρά]
μουλάριον το· μολάριον· μουλάρι· μουλάριν.
  • Ημίονος, μουλάρι:
    • ουδέ άνδρας έναι ουδέ γυναίκα και έχει διπλήν την φύσιν ώσπερ τα μουλάρια (Σπανός D 99· Διγ. Esc. 573).

[<ουσ. μούλα + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. μο‑ το 10. αι. Ο τ. ‑ι στο Meursius (‑η) και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε Γλωσσάρ. και στο Meursius]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλαρίσιος -α -ο [mularísxos] Ε4 : που αναφέρεται στο μουλάρι: Mουλαρίσιο πείσμα.

[μουλάρ(ι) -ίσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλαρόδρομος ο [mularóδromos] Ο20 : στενός και ανώμαλος δρόμος, συνήθ. ορεινός.

[μουλάρ(ι) -ο- + δρόμος]

[Λεξικό Κριαρά]
μουλαροπάριππα τα.
  • Μουλάρια και βοηθητικά άλογα (που χρησιμοποιούνται για μεταφορές):
    • (Τάξ. πόρτ. 104-5).

[<ουσ. μουλάρια + πάριππα παρίππια). Η λ. στο Du Cange App. (λ. μούλος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλαρώνω [mularóno] Ρ1α μππ. μουλαρωμένος : (οικ.) πεισμώνω.

[μουλάρ(ι) -ώνω]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go