Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούγγα η [múnga] Ο25α : (προφ.) 1. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σιωπηλός· μουγγαμάραβ. 2. ως προσταγή, μη μιλάς: Εσύ τώρα ~· θα μιλήσω εγώ.
[μουγγ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουγγαίνω [mungéno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) κάνω κπ. μουγγό, τον βουβαίνω.
[μουγγ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουγγαμάρα η [muŋgamára] Ο25α : η ιδιότητα, η κατάσταση του μουγγού· (πρβ. βουβαμάρα). α. (προφ.) η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω φυσικής αδυναμίας. β. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραμένει σιωπηλός: Tι ~ έπεσε σήμερα;
[μουγγ(ός) -αμάρα]