Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοχέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοχέρ το [moxér] Ο (άκλ.) : ονομασία νήματος που γίνεται από το μαλλί ορισμένου είδους κατσίκας καθώς και του υφάσματος που γίνεται από αυτό: Zακέτα από ~. || (ως επίθ.): Mπλούζα ~.

[λόγ. < αγγλ. mohair (μετακ. τόνου κατά τα δάνεια από τα γαλλ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go