Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουστόπιτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μουστόπιτα η.
  • Πίτα φτιαγμένη από μούστο και αλεύρι:
    • κρασί μ’ ελούσαν παρευθύς … καπνίσαν με μουστόπιτα (Κρασοπ. V 97).

[<ουσ. μούστος + πίτα. Η λ. σε σχόλ., στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες