Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μουσικοχορευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσικοχορευτικός -ή -ό [musikoxoreftikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μουσική και το χορό: ~ θίασος. Mουσικοχορευτική παράσταση / κωμωδία.

[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + χορευτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go