Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μουσικολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσικολογικός -ή -ό [musikolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μουσικολογία: Mουσικολογικές σπουδές.

[λόγ. μουσικολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go