Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μουσαφίρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσαφίρης ο [musafíris] Ο11 πληθ. και μουσαφιραίοι θηλ. μουσαφίρισσα [musafírisa] Ο27α : αυτός που φιλοξενείται στο σπίτι κάποιου άλλου· φιλοξενούμενος: Είναι πολύ φιλόξενος άνθρωπος· από το σπίτι του ποτέ δε λείπουν οι μουσαφιραίοι. Έχω στο σπίτι μουσαφίρη και δεν μπορώ να φύγω. || επισκέπτης: Mας ήρθαν μουσαφίρηδες την ώρα που ετοιμαζόμουν να βγω.

[τουρκ. misâfir (από τα αραβ.), διαλεκτ. musafir -ης· μουσαφίρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go