Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουσίτσα η [musítsa] Ο25α : (οικ.) για πονηρό ή κατεργάρη άνθρωπο, ιδίως γυναίκα: Σου είναι αυτή μία ~.

[ίσως τουρκ. mus(a) `ξυράφι΄ -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες