Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουντζούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μουντζούρα η.
  • Λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 126).

[<ουσ. μούντζα + κατάλ. ‑ούρα. Η λ. και τ. μουτζ‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες