Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουλάρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλάρα η [mulára] Ο25α : 1. θηλυκό μουλάρι. 2. (υβρ.) για γυναίκα πολύ πεισματάρα. μουλαρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μουλάρ(ι) μεγεθ. -α· μουλάρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουλαράς ο [mularás] Ο1 : (οικ.) ο ημιονηγός.

[μουλάρ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες