Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοσχοφόρος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μοσχοφόρος επίθ.· μοσκοφόρος.
  • Αρωματικός:
    • άμπαρι μοσκοφόρε (Στ. ερωτ. 1).

[<ουσ. μόσχος + ‑φόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go