Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοσχεύω· μοσκεύω.
-
- (Μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάπ.:
- τον πασπατεύει, … το ρούχον του μοσκεύει (Χούμνου, Κοσμογ. 1394).
[<ουσ. μόσχος (II) + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Somav. με διαφορ. σημασ.]
- (Μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάπ.:



