Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφάζω [morfázo] Ρ2.1α : κάνω μορφασμούς· (πρβ. στραβομουτσουνιά ζω): Aν κάτι δε σου αρέσει, μίλα· μη μορφάζεις.
[λόγ. < ελνστ. μορφάζω, αρχ. σημ.: `χειρονομώ΄]



