Combined Search
| 12 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- μονώ.
-
- I. (Ενεργ.) εγκαταλείπω:
- Η μεν μάχη των Αργείων εμονώθη … και ουδείς θεός υπήρχεν βοηθός (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [2]).
- IΙ. (Μέσ.) απομονώνομαι, μένω μόνος· (εδώ σε έναρθρ. απαρέμφ.):
- το μονωθήναι και το ξενωθήναι των πολλών ανάπαυσιν ευρίσκει (Καλλίμ. 2262).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) ολομόναχος:
- ιδόντες την καλήν Σωσάνναν προς τῳ κήπῳ μεμονωμένην (Σωσ. 4823)·
- β) μόνος, χωρίς την παρουσία τρίτων:
- στήκει και λέγει προς αυτόν ταύτα μεμονωμένη (Καλλίμ. 1071)·
- γ) έκφρ. μόνος μεμονωμένος =
- (α) ολομόναχος:
- (Βέλθ. 546)·
- (β) μόνος, που έχει ξεχωρίσει από μια ομάδα:
- (Αχιλλ. (Smith) N 546)·
- (γ) μόνον αυτός:
- γλυτώνει ο μπεγλέρμπεης μόνος μεμονωμένος (Παρασπ., Βάρν. C 277).
- (α) ολομόναχος:
- α) ολομόναχος:
[αρχ. μονόω· βλ. και μονώνω. Η μτχ. παρκ. μεμονωμένος και σήμ. ως λόγ.]
- I. (Ενεργ.) εγκαταλείπω:
- μονωδία η [monoδía] Ο25 : τραγούδι ειδικό για μία μόνο φωνή.
[λόγ. < αρχ. μονῳδία]
- μόνωμαν το.
-
— Πβ. μόνωσις.
- Το να μένει κανείς μόνος, απομόνωση, μοναξιά:
- Η γαρ σιγή μου ταύτη και τούτο μου το μόνωμαν παρηγορεί με τάχα (Καλλίμ. 2007).
[<μονώ + κατάλ. ‑μαν. T. ‑α στον Κουμαν., Συναγ.]
- Το να μένει κανείς μόνος, απομόνωση, μοναξιά:
- μονώνυμο το [monónimo] Ο40 : αλγεβρική παράσταση στην οποία δεν υπάρχει πράξη προσθέσεως ή αφαιρέσεως: Aκέραιο / κλασματικό ~.
[λόγ. < ελνστ. μονώνυμος `που έχει μοναδικό όνομα΄ σφαλερή ταύτιση προς το γαλλ. monἄme < mo(no)- = μο(νο)- + αρχ. νόμος (στη σημ.: `μέρος΄) κατά το binἄme = διώνυμο]
- μονώνω [monóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω ή γενικά προστατεύω κτ. με ειδικό υλικό, ώστε να εμποδίζεται η κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος, του ήχου, της θερμότητας, του κρύου, της υγρασίας κτλ.: Mονωμένος ηλεκτρικός αγωγός. Mονωμένη στέγη. Tον χτύπησε το ρεύμα, γιατί το καλώδιο δεν ήταν καλά μονωμένο.
[λόγ. < αρχ. μον(ῶ) -ώνω `αφήνω μόνον΄ σημδ. γαλλ. isoler]
- μονώνω.
-
- (Μέσ.) μένω μόνος:
- αναφλέγεται … όταν μονωμένος ένι αμφοτέρως με το σώμα το ποθούμενον (Ερμον. Ε 437).
- Η μτχ. παρκ. =
- α) μοναχός, ολομόναχος:
- μετ’ αυτόν … πολεμήσω μονωμένος (αυτ. Τ 69)·
- β) μόνος, χωρίς την παρουσία τρίτων:
- λέγει προς αυτόν τοιάδε κρυφιώς και μονωμένη (αυτ. Ω 123).
- α) μοναχός, ολομόναχος:
[<μονώ. Η λ. σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- (Μέσ.) μένω μόνος:
- μονώροφος -η -ο [monórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει ένα μόνο όροφο.
[λόγ. < μσν. μονώροφος < μον(ο)- + -ωροφος]
- μόνωση η [mónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονώνω: ~ ενός ηλεκτρικού αγωγού. H ταράτσα μπάζει νερά, γιατί δεν έχει ~. Kάνω ~ ενός κτιρίου για τη ζέστη / το κρύο / το θόρυβο. Tο σπίτι είναι πολύ κρύο, γιατί δεν έχει καλή ~.
[λόγ. < αρχ. μόνω(σις) `απομόνωση΄ -ση σημδ. γαλλ. isolation, isolement]
- μόνωσις η.
-
— Βλ. και μόνασις.
- 1)
- α) Το να μένει κανείς μόνος, απομόνωση, μοναξιά:
- (Καλλίμ. 1890, 2247)·
- είπον γενέσθαι μόνωσιν, έξω δε πάντας βαίνειν (Βίος Αλ. 5840)·
- β) (συνεκδ.) ερημιά:
- πολλή γαρ ην η μόνωσις του παραξένου τόπου (Καλλίμ. 408).
- α) Το να μένει κανείς μόνος, απομόνωση, μοναξιά:
- 2) Αποχωρισμός, απομάκρυνση:
- Αποχαιρέτημα πικρόν, μόνωσις μετά πόνου (Καλλίμ. 269).
[αρχ. ουσ. μόνωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1)
- μονωτήρας ο [monotíras] Ο2 : αντικείμενο που είναι κατασκευασμένο από ειδικό μονωτικό υλικό και χρησιμοποιείται για να εμποδίζει την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος προς ορισμένη κατεύθυνση.
[λόγ. μονω- (δες μονώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. isolateur]



