Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονύελο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονύελο το [moníelo] Ο40 : (λόγ.) το μονόκλ.

[λόγ. μόν(ος) + αρχ. ὕελ(ος) (συν. του ὕαλος) -ος, ουδ. κατά το μονόκλ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες