Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονόχειρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόχειρας ο [monóxiras] Ο5 & μονόχειρος ο [monóxiros] Ο20 : ο άνθρωπος που έχει ένα μόνο χέρι.

[λόγ. < ελνστ. μονόχειρ, αιτ. -χειρα· μονόχειρ(ας) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go