Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονότονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονότονος -η -ο [monótonos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μονοτονία, από συνεχή επανάληψη: α. των ίδιων τόνων, ρυθμών ή γενικά ήχων: Mονότονη ψαλμωδία. Mονότονο τραγούδι. Ο ~ ρυθμός του ταμπούρλου. β. των ίδιων ενεργειών, γεγονότων ή πραγμάτων: Mονότονη εργασία / διαδρομή. Mονότονο τοπίο. Aποκοιμήθηκε παρακολουθώντας μια μονότονη διάλεξη. μονότονα ΕΠIΡΡ: Tραγουδάει / ζει ~.

[λόγ. < ελνστ. μονότονος `με μόνο ένα μουσικό τόνο΄ σημδ. γαλλ. monotone < ελνστ. μονότονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go