Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονότερμα το [monóterma] Ο49 : ποδόσφαιρο που παίζεται με μία μόνο εστία: Παίζουν ~. (έκφρ.) τους παίζουν ~, υπερέχουν έτσι ώστε η μπάλα να βρίσκεται συνεχώς προς την εστία των αντιπάλων τους. ΦΡ παίζω κπ. ~, είμαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου και τον φέρνω σε δύσκολη θέση.
[μονο- + τέρμα]



