Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονότερμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονότερμα το [monóterma] Ο49 : ποδόσφαιρο που παίζεται με μία μόνο εστία: Παίζουν ~. (έκφρ.) τους παίζουν ~, υπερέχουν έτσι ώστε η μπάλα να βρίσκεται συνεχώς προς την εστία των αντιπάλων τους. ΦΡ παίζω κπ. ~, είμαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου και τον φέρνω σε δύσκολη θέση.

[μονο- + τέρμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go