Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόξυλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόξυλο το [monóksilo] Ο41 : στενόμακρη βάρκα κατασκευασμένη από ένα χοντρό κορμό δέντρου που τον έχουν κάνει κοίλο.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. μονόξυλα τά (ενν. πλοῖα)]

[Λεξικό Κριαρά]
μονόξυλο(ν) το.
  • Είδος πρωτόγονου πλοιαρίου κατασκευασμένου από ένα μόνο κορμό δέντρου:
    • Ηύρεν μονόξυλον μικρόν, σεβαίνει να περάσει (Ιμπ. 556).

[αρχ. ουσ. μονόξυλα (ενν. πλοία)· στον εν. μτγν. (Soph., Du Cange, α). Η λ. (‑ο) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες