Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μονόλιθος, ο.
-
- Μεγάλος μονοκόμματος λίθος·
- (εδώ προκ. για βάθρο):
- (Βέλθ. 481).
- (εδώ προκ. για βάθρο):
[αρσ. του αρχ. επίθ. μονόλιθος ως ουσ. Η λ. και τ. σήμ. ως τοπων.]
- Μεγάλος μονοκόμματος λίθος·